-
1 περήτρια
περήτρια· ἡ περιαγγέλλουσα τὴν ὥραν, Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περήτρια
См. также в других словарях:
περήτρια — η, Α (κατά το λεξ. Σούδα) «ἡ περιαγγέλλουσα τὴν ὥραν» … Dictionary of Greek
1 περήτρια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περήτρια
περήτρια — η, Α (κατά το λεξ. Σούδα) «ἡ περιαγγέλλουσα τὴν ὥραν» … Dictionary of Greek